λάβω, νὰ
Ερμηνεία:
[απλή υποτακτική μέλλοντος, πρώτο πρόσωπο ενικού του ρ. λαβαίνω (παίρνω)]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) λαμβάνω (λαβαίνω, παίρνω), Καινή Διαθήκη:. 258 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…... Τότε μ᾿ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸ ὁποῖον ἐσταμάτησεν εἰς τὸν δρόμον. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|